- γενέθλιος
- -α, -ο (AM γενέθλιος, -ον, Α και γενέθλιος, -α, -ον) [γενέθλη]1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα τής γέννησης κάποιου2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλιαα) η επέτειος τής ημέρας τής γέννησης κάποιουβ) ο εορτασμός αυτής τής ημέραςαρχ.1. (ειδικά για θεούς) αυτός που προστατεύει το γένος ή την οικογένεια κάποιου2. συγγενικός3. πατρικός4. αυτός που παράγει, που γεννά κάτι5. φρ. γενέθλιος (ἡμερα) ή γενέθλιον (ἦμαρ)τα γενέθλια.
Dictionary of Greek. 2013.